τοξοχαρής

τοξοχαρής
-ές, Μ
αυτός που χαίρεται το τόξο ή αυτός που τού αρέσει να μάχεται με τόξο, δηλαδή πολεμοχαρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. πολεμο-χαρής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”